Το ζητούμενο της κοινωνίας είναι μια νέα πολιτική ιδεολογία και όχι η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής.
Το πρώτο που έχω να πω είναι ότι αυτό το βιβλίο αποτελεί ευκαιρία. Το βιβλίο «Πολιτική Κυριαρχία. Πως κερδίζεται, πως χάνεται» είναι τα άπαντα Γιάννη Λούλη σε ένα τόμο. Σ’ αυτό εμπεριέχονται όλες οι προηγούμενες θεωρίες του συγγραφέα: η τριγωνοποίηση της πολιτικής, ο μεσαίος χώρος, και φυσικά εμπεριέχει και ένα διαρκές αίτημα του Γιάννη Λούλη: το αίτημα του πραγματισμού.
Κάτι βέβαια που μπορεί να μεταφραστεί ως εξής: τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν αλλά όχι τόσο ώστε να τρομάξει ένα αδιευκρίνιστο κατά τα λοιπά χαρακτηριστικά 5% (;), 10% (;) πραγματιστών ψηφοφόρων που πηγαινοέρχονται μεταξύ των δύο παρατάξεων και δίνουν τη νίκη πότε στο ένα και πότε στο άλλο κόμμα.
Το ζητούμενο λοιπόν για τον κ. Λούλη είναι να βρεθεί εκείνη η χρυσή συνταγή μεταξύ φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών στοιχείων συναρθρωμένα σε μια συνολική πολιτική, η οποία αφενός δίνει τη νίκη στις εκλογές και αφετέρου επαναλαμβάνει αυτή τη νίκη σε συνεχόμενες αναμετρήσεις κάτι που ονομάζει πολιτική κυριαρχία. «Η εποχή του πραγματισμού», γράφει, «την οποία διανύουμε απαιτεί από τα κόμματα ?και ιδίως από τα κόμματα εξουσίας? μια συνολικά νέα οπτική. Δεν αρκεί όμως μία και μεγάλη προσαρμογή. Χρειάζονται συνεχείς μικρές προσαρμογές απέναντι σε ένα εκλογικό σώμα που γίνεται όλο και πιο σύνθετο στο μείγμα των αντιλήψεών του.»
Αυτές οι προσαρμογές έχουν ένα στόχο. Όπως γράφει ο κ. Λούλης: «Οι πολιτικές κυριαρχίες εδραιώνονται μέσα από την επικράτηση ηγετών και παρατάξεων στο μεσαίο χώρο. Τούτο επιβεβαιώνεται παντού και πάντα. Όμως ο μεσαίος χώρος δεν είναι κάτι στατικό και ακίνητο μέσα στο χρόνο. Τα χαρακτηριστικά του από εποχή σε εποχή αλλάζουν.»
Αυτός ο αεικίνητος μεσαίος χώρος, ο οποίος «άλλοτε μπορεί να είναι περισσότερος αριστερόστροφος ή δεξιόστροφος», άλλοτε μπορεί να είναι «περισσότερο ή λιγότερο ιδεολογικοποιημένος» είναι η καρδιά της πολιτικής θεώρησης του κ. Λούλη. Κατά τον συγγραφέα «Πολιτικοί που κυριαρχούν σε βάθος χρόνου είναι σε θέση να παρακολουθούν τις αλλαγές στο μεσαίο χώρο και να προσαρμόζονται σ’ αυτές».
Εδώ αρχίζουν οι παρεξηγήσεις τουλάχιστον στην εφαρμογή της θεωρίας. Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας σημειώνει πως οι ηγέτες που θέλουν να κυριαρχήσουν δεν πρέπει να σύρονται πίσω από τις όποιες αντιλήψεις των ψηφοφόρων του μεσαίου χώρου και ότι πρέπει υπολογίζουν τους ψηφοφόρους χωρίς να γίνονται δέσμιοί τους, αρκετοί μπερδεύουν τον μεσαίο χώρο με τον μέσο όρο.
Πολλοί πιστεύουν ότι ο μεσαίος χώρος είναι μια απλή μαθηματική πράξη. Παίρνουμε μια δεξιά άποψη προσθέτουμε την αντίστοιχη αριστερή την διαιρούμε διά δύο και το αποτέλεσμα το κάνουμε πολιτική. Η αλήθεια είναι πως αυτό βοηθά σε προεκλογικές περιόδους αφού όλοι βρίσκουν στον λόγο του κόμματος ή του πολιτικού αυτό που ψάχνουν. Ο μέσος όρος βοηθά να κερδίσει κάποιος εκλογές, αλλά του απαγορεύει να κυβερνήσει. Κι αυτό γιατί αν προσθέσουμε στο «α» το «μείον α» το αποτέλεσμα είναι μηδέν, δηλαδή απραξία.
Η πολιτική χρειάζεται στόχους. Οι στόχοι πρέπει να είναι συναρμοσμένοι σε ένα συνεκτικό και χωρίς εσωτερικές αντιφάσεις σχέδιο. Το σχέδιο πρέπει να έχει προσανατολισμό. Δεξιά, αριστερά, κεντροδεξιά, κεντροαριστερά, μπροστά, πίσω, βόρεια, νότια; Όπως και να το πούμε η πολιτική πρέπει να έχει προσανατολισμό. Σαφέστατα αυτό το σχέδιο δεν πρέπει να είναι άκαμπτο σύμφωνα με τα εγχειρίδια κάποιων θεωρητικών του παρελθόντος αλλά πρέπει να δίνει μια σαφή ιδέα το τι θέλει να γίνει ένα κόμμα όταν μεγαλώσει ?όταν μεγαλώσει τόσο που να γίνει κυβέρνηση. Κι αυτό όχι για ηθικούς λόγους ή λόγους πολιτικής μπέσας αλλά για πολύ πραγματικούς.
Η προσέγγιση του συγγραφέα έχει δύο μεταβλητές: ένα κυμαινόμενο εκλογικό σώμα και πολιτικούς σχηματισμούς που πρέπει να ανακαλύπτουν διαρκώς τις μεταβολές αυτού του σώματος και να προσαρμόζονται ανάλογα. Είναι μια προσέγγιση «ceteris paribus», όπως λέγαμε στα φοιτητικά μας χρόνια, μια προσέγγιση που θέλει όλες τις άλλες παραμέτρους σταθερές.
Μόνο που ο κόσμος αλλάζει, και όχι συνήθως με τους ρυθμούς που αντιλαμβάνεται το εκλογικό σώμα. Κάποιες φορές αλλάζει με ρήξεις ?χαρακτηριστικό παράδειγμα η τρομοκρατική επίθεση που έγινε προεκλογικά στην Ισπανία, ή οι πλημμύρες που επιδέξια αντιμετώπισε ο Σρέντερ ώστε να κερδίσει τις εκλογές? κάποιες φορές η πραγματικότητα πιέζει προς κατευθύνσεις αδιάφορες ή και εχθρικές προς τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος. Η οικονομία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα και το πεδίο των πιο έντονων συγκρούσεων. Αν ένα κόμμα δεν δημιουργήσει τις πολιτικές προϋποθέσεις, δεν διαπαιδαγωγήσει το εκλογικό σώμα για τις αναγκαίες αλλαγές, τότε μπορεί να κερδίσει μία εκλογική μάχη αλλά θα χάσει τον πόλεμο. Κι αυτό γιατί τα προβλήματα δεν καταλαβαίνουν από πρακτικές που έχουν στόχο τις εκλογές. Σωρεύονται και στο τέλος τιμωρούν εκείνον στον οποίο ο λαός ανέθεσε την επίλυσή αυτών των προβλημάτων.
Δηλαδή, καλός και χρυσός είναι ο μεσαίος χώρος, καλύτερο και το «κοινωνικό κέντρο». Μόνο που αυτοί οι όροι δεν πρέπει να σταθούν στην εκλογική μηχανική ή στην διαδικασία της πολιτικής. Πρέπει να γίνουν πολιτική και για να γίνουν πολιτική πρέπει να υπάρξει ιδεολογική ζύμωση. Τι λέει για παράδειγμα το δόγμα του «μεσαίου χώρου» για την μετανάστευση των επιχειρήσεων σε χώρες όπως η Βουλγαρία; Πως μετουσιώνεται το «κοινωνικό κέντρο» σε αναπτυξιακή διαδικασία; Πως αντιμετωπίζονται οι προκλήσεις της ψηφιακής επανάστασης; Με ποιες διαδικασίες θα αντιληφθούν οι αγρότες ότι το πανηγύρι των επιδοτήσεων τέλειωσε; Τι θα κάνουμε με τους μικρομεσαίους; Αυτά είναι ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν και οι απαντήσεις ονομάζονται «πολιτική».
Βέβαια το εν λόγω βιβλίο έχει υψηλότερες φιλοδοξίες από το αποτελέσει ένα οδηγό των αναγκαίων σήμερα για την χώρα αλλαγών. Θέλει να τις υπερβεί, να βρει εκείνα τα στοιχεία που δίνουν εκλογικές νίκες ανεξαρτήτως της συγκυρίας. Δεν είναι ένα πολιτικό βιβλίο, αλλά ένα βιβλίο πολιτικής μηχανικής. Απαντά με επάρκεια στο πως κέρδισαν απανωτές εκλογές η Θάτσερ, οι Ρεπουμπλικάνοι με τον Ρίγκαν, ο Μπλερ, ο Κολ, το ΠΑΣΟΚ, και αφήνει ανοιχτό το ερώτημα της αποκωδικοποίησης αυτού του ρευστού μεσαίου χώρου. «Ο μεσαίος χώρος», γράφει ο κ. Λούλης, «την εποχή του πραγματισμού που τώρα βιώνουμε γίνεται όλο και πιο δύσκολο να αποκωδικοποιηθεί. Και τούτο διότι προσδιορίζεται όλο και λιγότερο από ιδεολογικά κριτήρια και τις βεβαιότητες του παρελθόντος. Στον μεσαίο χώρο δεν κυριαρχεί ένα χρώμα, έστω ως ισχνή απόχρωση. Κυριαρχούν, συμπλέκονται και συνυπάρχουν πολλά χρώματα και όλα ως αποχρώσεις.»
Το παραπάνω απόσπασμα είναι μια ακριβέστατη αποτύπωση της ιδεολογικής σύγχυσης που επικρατεί στο μεγαλύτερο ίσως μέρος του εκλογικού σώματος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στην δεκαετία του 1980 δεν κατέρρευσε μόνο το τείχος του Βερολίνου. Κατέρρευσαν με όρους αποτελεσματικότητας και οι Κεϊνσιανές πολιτικές. Η παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία δεν προσφέρει σήμερα ούτε ανάπτυξη (κινητοποίηση του συνόλου των παραγωγικών πόρων, που έγραφε ο Κέινς), κι επειδή δεν προσφέρει ανάπτυξη δεν μπορεί να εγγυηθεί μακροπρόθεσμα και την κοινωνική προστασία.
Απέμεινε όμως το αίτημα της κοινωνικής ευαισθησίας, άσχετα αν αυτό το αίτημα χυδαία χρησιμοποιείται για την διατήρηση συντεχνιακών προνομίων και κατεστημένων πρακτικών. Πιο ακριβείς θα ήμασταν αν λέγαμε ότι παραμένει ζωντανό το αίτημα της εφαρμοσμένης κοινωνικής ευαισθησίας κι αυτό διότι ουδείς δηλώνει κοινωνικά ανάλγητος. Μέχρι τώρα είχαμε τον μηχανισμό του κράτους που σε συνθήκες τρομαχτικής οικονομικής μεγέθυνσης αναδιένειμε χωρίς να πολυσκοτίζεται για τις σπατάλες στους μηχανισμούς αναδιανομής. Στην σημερινή όμως περίοδο των αυξανόμενων αναγκών και της σχετικής οικονομικής στασιμότητας στην Ευρώπη χρειάζεται μια νέα θεωρία που θα συναρμόσει και την οικονομική μεγέθυνση και την κοινωνική προστασία.
Δεν λέω τίποτε καινούργιο εδώ, αλλά έχω την αίσθηση ότι στο βιβλίο δεν τονίζεται αρκετά το γεγονός ότι η κοινωνία δεν επιδιώκει την αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής. Αντιθέτως χρειάζεται μια θεωρία για τα πράγματα, χρειάζεται ένα μοντέλο εξήγησης του κόσμου, έτσι ώστε να μπορέσει αφού καταλάβει να αντιμετωπίσει τις ραγδαίες αλλαγές που γίνονται. Τα παλιά άκαμπτα σχήματα δεν εξηγούν και δεν βοηθούν. Αυτή η νέα θεωρία παραμένει ζητούμενο. Και ξέρετε κάτι: αυτό που σήμερα ονομάζουμε ιδεολογία δεν είναι παρά θεωρία με πολιτικούς στόχους.
Επομένως το ζητούμενο της κοινωνίας είναι μια νέα πολιτική ιδεολογία και όχι η αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής. Αυτό, όπως τελειώνει και το βιβλίο με την ρήση του Βλαντιμίρ Βοϊνοβιτς, «παραμένει σκοτεινό», άσχετα αν «κάτι ξεκαθάρισε εδώ».
Παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Λούλη «Πολιτική Κυριαρχία. πως κερδίζεται, πως χάνεται», στη Στοά Βιβλίου. Αθήνα 12.12.2006