Γιατί η σπάνια συναίνεση δεν γίνεται είδηση, ενώ η συχνή αντιπαράθεση διεγείρει τα ανακλαστικά των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης.
Tο πρώτο πράγμα που μαθαίνει κάποιος στη δημοσιογραφία είναι η ρήση του Τζον Μπόγκαρντ «Αν ένας σκύλος δαγκώσει έναν άνθρωπο, δεν είναι είδηση… Αν όμως ένας άνθρωπος δαγκώσει ένα σκύλο αυτό είναι είδηση». Με την κλασική του αυτή ρήση ο μεγάλος Αμερικανός δημοσιογράφος μάθαινε στους υφιστάμενούς του ότι η σπανιότητα ενός γεγονότος καθορίζει τη δημοσιογραφική του αξία.
Στη χώρα όπου όλοι οι νόμοι έχουν καταργηθεί είναι φυσικό κι επόμενο να μην ισχύει ούτε αυτή η αντίστροφη σχέση. Τουλάχιστον σε ό, τι αφορά την κάλυψη των πολιτικών γεγονότων. Για παράδειγμα, προχθές στη Βουλή «άνθρωπος δάγκωσε σκύλο» και δεν έγινε καν αναφορά στα δελτία. Σε μια περίοδο έντονων πολιτικών εντάσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ ψήφισαν από κοινού τον νόμο για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Δεν θα αναφερθούμε στην ουσία του συγκεκριμένου νόμου, αλλά σύμφωνα με το παγκοσμίως ισχύον δημοσιογραφικό δόγμα της σπανιότητας, το γεγονός ότι ελληνική αντιπολίτευση υπερψηφίζει νόμο της ελληνικής κυβέρνησης αποτελεί είδηση.
Πρέπει δε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι ο μόνος τρόπος για να γίνει είδηση το νομοσχέδιο κατά της διαφθοράς θα ήταν να ακολουθηθεί η πεπατημένη. Αν δηλαδή το ΠΑΣΟΚ καταψήφιζε το νόμο κι εξαπολύονταν μερικές κορόνες στη Βουλή (π. χ. «δεν δικαιούται να ομιλεί το κόμμα που βασίλευσε στη διαφθορά 20 χρόνια τώρα», ή «μια κυβέρνηση διεφθαρμένων δεν δικαιούται να νομοθετεί για την διαφθορά») τα κανάλια θα έκαναν πάρτι. Θα είχαμε συζητήσεις επί συζητήσεων στα παράθυρα, θα αποφαίνονταν διάφοροι ειδικοί και ανειδίκευτοι περί της νέας τροπής (η οποία φυσικά είναι παλιά) που πήρε η πολιτική αντιπαράθεση. Μπορεί, μάλιστα, να έβγαινε και κανένα ηθικολογικό συμπέρασμα ότι «αυτού του τύπου η αντιπαράθεση βλάπτει σοβαρά την πολιτική και τραυματίζει τη δημοκρατία».
Γιατί λοιπόν η σπάνια συναίνεση δεν γίνεται είδηση, ενώ η συχνή αντιπαράθεση διεγείρει τα ανακλαστικά ειδικά των Ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης; Αυτό μάλλον έχει να κάνει με το γεγονός ότι πολλά χρόνια τώρα τα ΜΜΕ έμαθαν να υπηρετούν το θυμικό των πελατών τους παρά τη σκέψη τους. Η οξεία αντιπαράθεση (με ή χωρίς περιεχόμενο) συγκινεί τους ιθύνοντες των ΜΜΕ σε σημείο που φτάσαμε να βλέπουμε τσακωμούς σε κοινοβούλια χωρών που αγνοούσαμε ότι υπάρχουν (Σ. Σ.: αγνοούσαμε τις χώρες, γιατί τα επίμαχα θέματα για τα οποία τσακώθηκαν κάποιοι βουλευτές της Μπουργκίνα Φάσο δεν θα τα μάθουμε ποτέ).
Ομως η εύνοια που δείχνουν στην αντιπαράθεση τα ψυχαγωγικά προγράμματα των καναλιών (που θέλουν να ονομάζονται δελτία ειδήσεων) έχει απτά πολιτικά αποτελέσματα. Υποσκάπτουν την αναγκαία συναίνεση για μεγάλα θέματα του τόπου. Οταν κόμματα και πολιτικοί ξέρουν ότι για να έχουν στη δημοσιότητα μοίρα πρέπει να εφεύρουν εντάσεις, πολλές φορές θα μπουν στον πειρασμό να το κάνουν ακόμη κι όταν δεν χρειάζεται.
Το ίδιο γίνεται και με τις διαδηλώσεις. Από τη στιγμή που η μεγαλύτερη ειρηνική διαδήλωση των τελευταίων χρόνων (η αντιπολεμική του 2003) πέρασε ως δεύτερη είδηση, όλοι γνωρίζουν ότι θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον της κάμερας αν προκληθούν εντάσεις. Εξ ου και οι πολλάκις αχρείαστες μικροσυγκρούσεις διαδηλωτών και ΜΑΤ έξω από τη Βουλή. Πολλές φορές οι διαδηλωτές καταφεύγουν σε θέατρο έντασης για να παίξουν τα αιτήματά τους στα κανάλια.
Μια διέξοδος υπάρχει σ’ αυτό τον κύκλο των άχρηστων εντάσεων και της επιδίωξης προβολής των. Αν καταλάβουμε όλοι ότι τα δελτία ειδήσεων είναι κάτι σαν το σίριαλ με τον «Αστυνόμο Μπέκα». Κάθε ένταση εκεί μικρή σημασία έχει. Το ίδιο πρέπει να θεωρούμε και για τα δελτία.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Καθημερινή» στις 16.3.2007